- αγέλασμα
- ἀγέλασμα, το (Α) [ἀγελάζομαι]σωρός, πλήθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγελάσματα — ἀγέλασμα gathering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγελάζομαι — ἀγελάζομαι (Α) ζω κατά αγέλες, κοπαδιαστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη. ΠΑΡ. ἀγέλασμα, ἀγελαστικός] … Dictionary of Greek